- βιαστός
- -ή, -ό (Α βιαστός, -ή, -όν) [βιάζομαι]αυτός που έγινε με τη βία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιαστοί — βιαστός violent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστή — βιαστός violent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστῶν — βιαστής masc gen pl βιαστός violent fem gen pl βιαστός violent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιασταῖς — βιαστής masc dat pl βιαστός violent fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιασταί — βιαστής masc nom/voc pl βιαστός violent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστοῦ — βιαστής masc gen sg βιαστός violent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστάς — βιαστά̱ς , βιαστής masc acc pl βιαστά̱ς , βιαστής masc nom sg (epic doric aeolic) βιαστά̱ς , βιαστός violent fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστήν — βιαστής masc acc sg (attic epic ionic) βιαστός violent fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)